προσκατέχειν

προσκατέχειν
πρόσ-κατέχω
hold fast
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκατέχω — Α 1. κρατώ προς τα κάτω επί πλέον 2. κρατώ κάτι σταθερά πάνω σε κάτι άλλο («προσκατέχειν τὴν κεφαλήν τίνος», Ιπποκρ.) 3. επαυξάνω τη δύναμη τής συνοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατέχω «κρατώ ισχυρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”